- σφυροβόλος
- ο, ΝΑ, και ως ουδ. σφυροβόλον, τὸ, Ανεοελλ.αθλητής τής σφυροβολίαςαρχ.όργανο άγνωστης χρήσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
σφυροβολία — Αθλητικό αγώνισμα στο οποίο νικητής θεωρείται ο αθλητής εκείνος που θα ρίξει σε μεγαλύτερη απόσταση τη σφύρα. Αποτελεί ένα από τα τέσσερα αγωνίσματα των ρίψεων (τα υπόλοιπα είναι η σφαιροβολία, ο ακοντισμός και η δισκοβολία) και καθιερώθηκε στους … Dictionary of Greek